Εκτύπωση

nikiforos 2ΜΕ τὴν δημιουργικὴ ἐντολὴ τοῦ Πλάστη πλάστηκαν ὅλα τὰ ζῶα τὴν ἕκτη μέρα μαζὶ μὲ τὰ ἑρπετά καὶ τέλος τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι ὅλα τους εἶναι εὐλογημένα. «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός, ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος, καὶ ἐγένετο οὕτως… καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά» (Γένεσις 1,24).

Μόνο ἕνα ἀπὸ ὅλα εἰσέπραξε κατάρα, διότι ἔγινε μάσκα γιὰ τὸν ἀρχιμασκαρᾶ. Πρὶν τὴν κατάρα ἦταν «φρονιμώτατο πάντων τῶν θηρίων ὧν ἐποίησεν ὁ Θεός» (3,1). Ὅλα τὰ ζῶα, καὶ τὰ πτηνὰ μαζὶ μὲ «πᾶν χλωρὸν χόρτον» τὰ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο πρὸς βρῶσιν. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ ἀφεντικὸ ὅλης τῆς κτίσεως. Αὐτὸς ἔδωσε καὶ τὰ ὀνόματα σὲ ὅλα τὰ πλάσματα.

α. Γιὰ τὴν ὀνοματοδοσία τῶν ζώων καὶ τὸν σεβασμό τους πρὸς τὸν ἅγιο προφήτη λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Τὰ θηρία δὲν ἦσαν τέτοια γιὰ τὸν ἄνθρωπο πρὶν ἀπὸ τὴν πτῶσι, δηλαδὴ φοβερὰ καὶ ἄγρια. Ἦταν ἥμερα καὶ προσιτά. Τὰ ὁδήγησε λοιπὸν ὁ Θεὸς μπροστὰ στὸν Ἀδὰμ καὶ αὐτὸς τὰ ἔδωσε ὀνόματα. Τὸ φίδι πλησιάζει τὴν Εὔα καὶ αὐτὴ δὲν ἀπομακρύνεται τρομαγμένη. Ἀφοῦ ὅμως ἔγινε παράβασι τῆς ἐντολῆς καὶ παρακούσθηκε ὁ Θεός, χάλασε κι ὁ σεβασμός, ποὺ εἶχαν τὰ ζῶα πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν λοιπὸν δῆς ἕνα λιοντάρι ἢ δῆς ἕνα φίδι, νὰ θυμηθῆς αὐτὲς τὶς εἰκόνες καὶ θὰ ἔχης μεγάλη ὠφέλεια. Νὰ θυμᾶσαι καὶ τὸν Δανιήλ. Γύρισε στὴν παλιὰ εἰκόνα τῆς ἁγιότητος καὶ γιαὐτὸ εὔκολα καταφρόνησε τὰ φοβερὰ θηρία. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ στὸν Παῦλο μὲ τὴν ὀχιά, ποὺ δὲν τὸν δηλητηρίασε. Ἀπὸ τὰ παραδείγματα αὐτὰ θὰ ὠφελῆσαι» (ΕΠΕ 7,504-506).

β. Σὲ τὶ διαφέρει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ζῶα; Ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. «Σὲ κανένα ἀπὸ τὰ σωματικά μας προτερήματα δὲν ὑστερεῖ ἡ ἄλογη φύσι τῶν ζώων. Δὲν εἶναι παρακατιανὰ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πλεονεκτήματά μας. Μόνο σὲ ἕνα ὑπολείπονται ἀπὸ μᾶς καὶ τελικὰ ἀπὸ αὐτὸ νικῶνται. Ποιὸ εἶναι αὐτό; Ἡ ἀξία τοῦ νοῦ. Μὲ αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος συγγενεύει μὲ τὸν Θεό. Τὸν νοῦ χρησιμοποιεῖ ὡς κυβερνήτη τῶν πλασμάτων. Μὲ τὴν διάνοιά του διοικεῖ ὅλην τὴν κτίσι. Μὲ τὸν λογισμό του διασχίζει καὶ τὸν οὐρανό» (ΕΠΕ 31,390).

γ. Τὰ ζῶα ἔχουν κάτι κοινὸ μὲ τὸν οὐρανό; Ὑπάρχουν θέσεις συγχρόνων θεολόγων, ποὺ θεωροῦν ὅτι ἀκόμα καὶ τὰ ζῶα ἔχουν μερίδιο κατὰ τὴν Β’ Παρουσία. Θὰ προτιμήσουμε ὅμως τὴν δόκιμη ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου. «Τὰ ζῶα δὲν ἔχουν τίποτε κοινὸ μὲ τὸν οὐρανό. Ἐνῶ ἐσένα, τὸν ἄνθρωπο, ἐξ ἀρχῆς ὁρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν φυσική σου κατάστασι νὰ βλέπης τὰ ἐπάνω. Τὸ σῶμα σου τὸ ἔπλασε ὄρθιο, ἐνῶ τῶν ζώων νὰ βλέπη πάντα πρὸς τὰ κάτω. Ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμη τὴν διάπλασί σου σὲ ἐκπαιδεύει νὰ μὴν ἔχης κανένα κοινὸ μὲ τὴν γῆ. Οὔτε νὰ προσκολλᾶσαι στὰ ἐπίγεια πράγματα» (ΕΠΕ 34,554).

δ. ΜΝΗΜΟΝΕΥΩ στὴν συνέχεια τὴν ἀγάπη ποὺ εἴχαμε μικροὶ στὰ ζῶα μας. Βεβαίως δὲν εἴχαμε τὴν σαλιαροαγάπη τῶν φιλώζωων, ἀλλὰ τὴν πρακτικὴ μέριμνα γιαὐτά. Ἔπρεπε νὰ φροντίσουμε γιὰ τὴν βοσκή τους καὶ τὴν ὑγεία τους. Ἂν γεννιοῦνταν ἀρνὶ λίγο ἀσθενικὸ τὸ πέρναμε στὸ δωμάτιο ποὺ εἴχαμε ἀναμμένη τὴν ξυλόσομπα. Τὸ κουκκουλώναμε ἀκόμα καὶ στὴν βελέντζα μας καὶ τὸ ταΐζαμε μὲ τὸ μπιμπερό. Τὸν Ἰούνιο, ἅμα τελειώναμε τὰ μαθήματά μας, ἔπρεπε νὰ βγάζουμε τὰ ἀρνιὰ μας κάθε πρωΐ γιὰ βοσκή. Ζηλεύαμε τὸν γέρο Σταθονικόλα, ποὺ εἶχε τὰ πιὸ γερὰ ἀρνιά, διότι τἄβγαζε τὸ χάραμα γιὰ βοσκή. Ἐμεῖς, σὰν παιδιά, δὲν μπορούσαμε νὰ ξυπνήσουμε τὸ χάραμα καὶ νὰ κινήσουμε γιὰ βοσκή. Ἂν χάναμε κάποιο, ἔπρεπε ὅλη ἡ οἰκογένεια νὰ πάρη τὰ μονοπάτια καὶ τὶς σοῦδες, γιὰ νὰ τὸ βρῆ. Ἰούλιο ἢ Αὔγουστο ἔπρεπε νὰ τὰ ρίξουμε μέσα στὶς Μάρως τὸν βυρὸ γιὰ μπάνιο. Ὅταν ἔβγαιναν ἀπέναντι καὶ τίναζαν τὰ νερά τους, τότε τὰ χαιρόμασταν, διότι ἄσπριζε σὰν βαμπάκι τὸ τρίχωμά τους. Τὸ ἴδιο κάναμε καὶ στὸν σκύλο μας. Ἂν εἴχαμε μανάρα γίδα τὴν βοσκούσαμε κρατώντας την δεμένη μὲ σχοινί. Χαιρόμασταν ὅταν ἔτρωγε μεγάλα βλαστάρια βάτων ἢ καραγατσιῶν, κουστριάβας, ἀγριάδας, πολυκόμπια, διότι ἔτσι χόρταινε, λαγγόνιαζε, καὶ καργάριζε τὸ μαστάρι της. Σαὐτὲς δίναμε καὶ ὀνόματα ἀπὸ κατσίκια ἀκόμα καὶ τὸ συνήθιζαν. Τὶς φωνάζαμε χαϊδευτικὰ μαὐτὸ καὶ ἀπαντοῦσαν μὲ χαδιάρικο βέλασμα. Ἔρχονταν κοντά μας καὶ τὶς ξύναμε χαϊδευτικὰ στὸ μέτωπο καὶ στὴ λαιμαριά. Ἦταν ἡ ζωή μας, ἦταν ὄμορφα!

Ὁ παπαΝικόλας, ὁ παπποῦς μου, ἀγαποῦσε πάρα πολὺ τὰ δύο μουλάρια μας. Τὸν μεγάλο Ἀράπη καὶ τὸν μικρὸ Ἀράπη. Ὁ μεγάλος ἦταν κοντόσωμος καὶ ὁ μικρὸς ἦταν μεγαλόσωμος. Ὁ μεγάλος ἦταν πανέξυπνος καὶ ὁ μικρὸς ἦταν τὸ ἀντίθετο. Ὁ μεγάλος σήκωσε πολλὰ βάρη στὴ μουλαροζωή του. Ὅταν τοῦ ἐπετίθεντο τσοπανόσκυλα, τὰ ἄφηνε νὰ πλησιάσουν στὰ πίσω πόδια του κι ὕστερα τὰ κλωτσοῦσε στὰ δόντια. Γίνονταν μάχη κι ἔφευγαν νικημένα. Ὅταν τὰ ξεφορτώναμε ἀπὸ τὸ ὅποιο φορτιό, ἔρχονταν ὁ παπποῦς καὶ τὰ μιλοῦσε πάντα χαϊδευτικά. «Ἂα κρυώνδεις, κουράσκιτι, ἱδρουσέτι». Τὰ ἔξυνε στὴ λαιμαριά, καὶ σκούπιζε τὸν ἱδρῶτα τους μὲ κάποιο μάλλινο τσούλι ἢ κουρελλοῦ. Τἄβαζε κριθάρι, πίτουρα μὲ ἅλας καὶ νερό, γιὰ νὰ ἀναλάβουν. Χαίρονταν δὲ νὰ τὰ βλέπη νὰ «γκλιοῦντι στ’ γκιλτσταριά» μὲ βογγητὰ ἀνακουφίσεως ἀπὸ τὴν κούρασι τοῦ φορτιοῦ. Ὅταν κάποτε ὁ μεγάλος ὁ Ἀράπης κρυολόγησε γερά, τότε ὁ Τρανός μας ἔβρασε κριθάρι καὶ πίτουρα, τὸ ἔβαλε σὲ μάλλινο τσούλι καὶ τὸ ἐπέδεσε ἀπὸ κάτω στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς, γιὰ νὰ ζεσταθῆ, διότι καρδοπονοῦσε, ὅπως ἔλεγε. Πήγαινε δὲ συνεχῶς στὸ ἀχούρι, γιὰ νὰ βλέπη πῶς πάει ἡ ὑγεία τοῦ Ἀράπη μας. Τὸ χειμῶνα, ποὺ τὰ εἴχαμε μέσα στὸ ἀχούρι, πρὸς τὸ χάραμα τὰ μουλάρια ἤθελαν τὸ πρωϊνό τους. Γιαὐτὸ ποδάριζαν, δηλαδὴ χτυποῦσαν τὰ πόδια τους στὸ ἔδαφος. Τότε ὁ παπποῦς φώναζε. «Ἄει σκουθῆτι. Δὲν ἀκοῦτι τὰ μπλάργια ἀπ’ πουδαρίζν’. Πααίντι νὰ τὰ ρίξτι ταΐ». Τὰ ἴδια συνέβαιναν καὶ μὲ τὰ βόδια μας. Τὸν Λιάρο καὶ τὸν Κοκκίνη. Ὅταν τελείωσε τὴ ζωή του, γέρος πλέον ὁ Τρανὸς ὁ Ἀράπης, ὁ Νένις τὸν ἔκλαψε, σὰν νὰ χάσαμε δικό μας ἄνθρωπο! Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν Λιάρο, ποὺ τὸν ὀνόμαζε μὲ διπλὸ θαυμασμὸ «ἂα παλληκάρ’ βόδ’, παλληκάρ’ βόδ’». Ὅταν τὸν πουλήσαμε, ἔπεσε πένθιμη κατήφεια στὸ σπίτι, γιατὶ ὁ Λιάρος μόνο ποὺ δὲν ἔτρωγε καὶ δὲν κοιμοῦνταν μαζί μας. Ἦταν μέλος τῆς οἰκογενείας κι αὐτός!

ΣΥΓΧΩΡΑΤΕ ΜΕ. Αὐτὰ εἶχε νὰ παρατηρήση ἀδελφικὰ τὸ τρίτο μάτι γιὰ τὴν Ἡμέρα τῶν Ζώων τὴν 4 Ὀκτ.

Σάββατο ἀποστόλου Θωμᾶ

6 Ὀκτ. 2018 ἀρ.νι.μα.

nikiforos 2