Παραδοσιακός γάμος στο Μικρόβαλτο

“Οι άνδρες αγαπάτε τας εαυτών γυναίκας,
όπως ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν”
Απόστολος Παύλος

gmikrvHL 8_2Ο γάμος128 στο χωριό λέγεται “Χαρά”. Και λέγεται έτσι γιατί χαρίζει πραγματική χαρά όχι μόνο στο καινούργιο ζευγάρι και στους συγγενείς του αλλά και σ’ όλο το χωριό, το οποίο προσκαλείται και παίρνει μέρος σ’ αυτόν. Όλοι γλεντούν και ξεφαντώνουν με την ευκαιρία του ευχάριστου γεγονότος.

Η ημερομηνία του γάμου καθορίζονταν έγκαιρα με κοινή απόφαση των γονέων του γαμπρού και της νύφης. Οι πιο πολλοί γάμοι γίνονταν το Φθινό­πωρο και το Χειμώνα. Αυτές οι εποχές θεωρούνταν οι πιο κατάλληλες. Γί­νονταν όμως και την άνοιξη και το καλοκαίρι. Γάμοι δεν γίνονταν την Τεσ­σαρακοστή, τις γιορτές του Δωδεκαήμερου (από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα), το μήνα Μάιο και τις δίσεκτες χρονιές. Κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας του γάμου πρόσεχαν να μην πέσει στην φάση της χάσης του φεγγαριού, αλλά στη γέμιση. Σχετικό είναι και το τραγούδι που λέει:

Φέξε, φεγγάρι, φέξε
όλη την εβδομάδα
χαρά θέλω να κάμω
γαμπρό να προβοδίσω

νύφη να καρτερέσω.

Πάντα ως ημέρα τέλεσης του μυστηρίου ορίζονταν η Κυριακή.

Οι προετοιμασίες του γάμου άρχιζαν από πολλές μέρες νωρίτερα και κορυφώνονταν την τελευταία βδομάδα. Οι ημέρες της εβδομάδας που προ­ηγούνταν της Κυριακής του γάμου, διαθέτονταν όλες για ορισμένες προπα­ρασκευαστικές εργασίες, που ήταν απαραίτητες για την τέλεσή του. Σ’ αυ­τές βοηθούσαν και πρόσωπα συγγενικά ή φιλικά των οικογενειών του γαμπρού και της νύφης και κυρίως ανύπαντρα κορίτσια, που τις τελευταίες μέρες συνέχεια μπαινόβγαιναν στα σπίτια των μελλονύμφων. Και γίνονταν οι εργασίες αυτές μέσα σε ευχάριστη ατμόσφαιρα, όπου επικρατούσε η ευ­θυμία, το κέφι, η χαρά και το τραγούδι για το βαρυσήμαντο και ευτυχές γεγονός που θα ακολουθούσε. Έτσι έπαιρναν χαρακτήρα γιορταστικό.

Οι πρώτες μέρες της εβδομάδας χρησιμοποιούνταν για τη γενική καθα­ριότητα και προετοιμασία των σπιτιών. Ασβέστωναν, σφουγγάριζαν, καθά­ριζαν, συγύριζαν τα πάντα, σπίτια και αυλές. Υποδειγματική τάξη και κα­θαριότητα σ’ όλα. Επίσης ετοιμάζονταν το πέπλο της νύφης. Τα ρούχα που φορούσαν οι μελλόνυμφοι ήταν ήδη έτοιμα από νωρίτερα. Το νυφικό της νύφης δεν ήταν λευκό, όπως συνηθίζονταν αλλού, αλλά ήταν ένα ωραίο φόρεμα, χρώματος μπλε ή καφέ, από βελούδο ή μάλλινο ύφασμα129. Του γαμπρού η στολή ήταν η συνηθισμένη των νέων ανδρών του χωριού. Ήταν όμως καινούργια και φοριόταν για πρώτη φορά (γαμπριάτικη).

gmikrvHL 1

Την Τετάρτη το βράδυ προσκαλούνταν στα σπίτια των μελλονύμφων συγ­γενικά και άλλα κορίτσια της γειτονιάς για ν’ αναπιάσουν τα προζύμια για τα ψωμιά του γάμου. Για το σκοπό αυτό στέλνονταν ένα αγόρι στη βρύση του χωρίου για να φέρει το αμίλητο νερό. Με το νερό αυτό ένα ανύπαντρο συγγενικό κορίτσι, που είχε στη ζωή και τους δυο γονείς του (αμφιθαλής κόρη) ανάπιανε το προζύμι, ζωσμένη στη μέση μια καινούργια ποδιά. Την ώρα αυτή οι άλλες κοπέλες που παραβρίσκονταν στο ζύμωμα τραγουδού­σαν το παρακάτω τραγούδι:

Ψιλό, λιγνό είν’ τ’ αλεύρι κι αφράτο το προζύμι
κι η κόρη απ’ το ζυμώνει, μι μάνα μι πατέρα

μ ’ αδέρφια, κι ξαδέρφια, μι θειές κι μι μπαρμπάδες.

Την Πέμπτη πρωί-πρωί κοσκίνιζαν το αλεύρι και ζύμωναν τις κουλούρες για τα “καλέσματα”. Τη δουλειά αυτή την έκανε το ίδιο κορίτσι που ανάπιασε το προηγούμενο βράδυ το προζύμι. Τώρα τα κορίτσια τραγουδούν:

Κόρη, για βάλε ζύμουσι, να καλοκοσκινίσεις
 πάρι κινούργιο κόσκινο, να πρωτοκοσκινήσεις
 μι μάνα, μι πατέρα, μ’ αδέρφια μι ξαδέρφια.
Κάμι κουλούρις νιβατές μι την ψιλή τη σίτα
για να καλέσω τουν παπά κι τουν καλό του νούνον μ’
 για να καλέσω μπράτιμους κι τις μπρατίμισσές μου

να ’ρθούν στου γάμου μου ταχιά, για να μι στιφανώσουν.

Όταν η νύφη δεν ήταν από το ίδιο χωριό αλλά από άλλο, τότε τραγου­δούσαν το εξής τραγούδι:

Χρυσή κουλούρα έφτιαχνα κι στα βουνά την έστελνα
βουνά να μη χιονίσετε, κάμποι μην παχνιστήτι

μην γίνουν λάσπις κι νιρά, γιατί ’ναι η νύφη μας μακριά.

Οι κουλούρες που φτιάχνονταν δεν ήταν όμοιες, αλλά είχαν διάφορα μεγέθη· ήταν μεγάλες, μέτριες και μικρές. Όλες όμως ήταν κεντημέ­νες και αλειμμένες με μέλι. Μ’ αυ­τές προσκαλούσαν στο γάμο τον παπά, τον νουνό (παράνυμφο), τους μπράτιμους130, τους συγγενείς και τους φίλους. Στο νουνό την κου­λούρα την πήγαινε η ίδια η μάνα του γαμπρού, μαζί μ’ ένα μπουκά­λι κρασί. Νουνός ήταν ο ανάδοχος που βάφτισε το γαμπρό ή κάποιο από τα παιδιά του αν αυτός δε ζούσε ή ήταν γέρος.

gmikrvHL 2Την Παρασκευή γίνονταν η επί­δειξη των προικιών της νύφης. Τα άπλωναν με τάξη στον καλό οντά πάνω στα κρεβάτια, σε μπαούλα ή καθίσματα και πήγαιναν οι γυναί­κες και τα κορίτσια του χωριού και τα έβλεπαν και επαινούσαν τη νύ­φη σα χρυσοχέρα, γιατί τα περισ­σότερα τα έκαμε η ίδια με τα χέρια της. Για την ετοιμασία των προικιών, η νύφη βοηθούμενη και από τη μητέρα της εργάζο­νταν πολλά χρόνια προ του γάμου της. Πά­νω στα προικιά συνη­θίζονταν να ρίχνουν ρύζι με ζαχαρωτά (ζαχαρομπίμπελα), για να ριζώσει ο γάμος και να είναι γλυκιά η ζωή του νέου ζευγαριού. Την ε­πομένη τα προικιά το­ποθετούνταν σε ένα ή δύο μπαούλα, για νάναι έτοιμα για τη μεταφορά στο σπίτι του γαμπρού.

Την Παρασκευή επίσης ο νουνός (παράνυμφος) ετοίμαζε το φλάμπουρο του γάμου και η νουνά τα στέφανα. Το φλάμπουρο131 (μπαϊράκι) ήταν ένα είδος λάβαρου, που γίνονταν από άσπρο ύφασμα σχήματος ορθογωνίου με κόκκινο σταυρό στη μέση και το αναρτούσαν σε κοντάρι, σαν τη σημαία. Το κοντάρι στην κορυφή έφερε ξύλινο σταυρό με μυτερές άκρες, στις οποίες έμπηγαν κόκκινα μήλα, τα οποία στόλιζαν με βασιλικό και σκούλο (ροζ μαλλί). Την ώρα που το στόλιζαν τραγουδούσαν:

Φλάμπουρό μου, φλάμπουρό μου και τι στολίζεσαι ;
Δρόμο έχον που με καρτερεί να πάω στην πόλη κι ναρθώ.
Τρία μήλα έχει του φλάμπουρο

τόνα το τρώει ο νιούτσικος κι τα δυο ου μπράτιμος.

Τα στέφανα τα έκαναν με κλήματα αμπελιού και τα στόλιζαν με βασιλι­κό και κόκκινες κορδέλες και κόκκινες μάλλινες κλωστές.

Το Σάββατο έφερναν από το κοπάδι τα σφαχτά (ζυγούρια ή στείρες προβα­τίνες) και τα έσφαζαν. Το μαγείρεμα αναλάμβαναν δύο ηλικιωμένες γυναίκες.

Τη βδομάδα αυτή των προετοιμασιών του γάμου δεν επισκέπτονταν συγ­γενείς του γαμπρού το σπίτι της νύφης ή και αντίθετα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αυτούς που έρχονταν τους αλεύρωναν.

gmikrvHL 3_2Ο γάμος, η μεγάλη αυτή ώρα στη ζωή της γυναίκας και του άντρα, “κινούσε” τις βραδινές ώρες του Σαββάτου. Τότε συγκεντρώνονταν στα σπίτια των μελλονύμφων οι συγγενείς τους. Σε λίγο έρχονταν στο σπίτι του γαμπρού και τα όργανα (λαϊκοί οργανοπαίχτες). Όλοι μαζί σχημάτιζαν πο­μπή, που ξεκινούσε για το σπίτι του νουνού. Την ώρα της εκκίνησης ρίχνο­νταν τρεις πυροβολισμοί στον αέρα. Όλο το χωριό αντιλαλούσε από τα τραγούδια και τα όργανα.

Στο σπίτι του νουνού γίνονταν δεκτοί με κεράσματα και ευχές για το νέο ζευγάρι. Ως που να ετοιμαστεί ο νουνός με τη νουνά χόρευαν ένα ή δύο ζευγάρια. Ύστερα ξεκινούσαν με το νουνό στη μέση που κρατούσε το φλά­μπουρο στα χέρια και επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού, όπου ακολουθού­σε ολονύχτια διασκέδαση. Στο δρόμο τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι, που ήταν αφιερωμένο στο νουνό:

Ως την Πόλη πήγα, γύρσα, τέτοιο νουνό δε βρήκα

νάχει τουν τσιαμπά φκιαγμένο, κι μι λάδι γυαλισμένο.

Μόλις έφθαναν στο σπίτι του γαμπρού ο νουνός γίνονταν δεκτός με τιμές και ανταλλάσσονταν ευχές. Το φλάμπουρο τοποθετούνταν στον εξώστη του σπιτιού του γαμπρού, όπου κυμάτιζε.

Ο νουνός καταλάμβανε την πρώτη θέση στο επίσημο δωμάτιο. Καθόταν συνήθως στην κόχη, στο δεξιό μέρος του τζακιού και είχε το γενικό πρό­σταγμα. Όλοι τον σέβονταν και πειθαρχούσαν στις διαταγές του. Πριν χο­ρέψουν τον χαιρετούσαν και έπαιρναν την άδειά του. Συνήθως χόρευαν δύο-δυό. Άρχιζαν με το συγκαθιστό χορό και συνέχιζαν με τσάμικο, καραγκούνα ή άλλο.

Γύρω στα μεσάνυχτα διακόπτονταν το γλέντι για φαγητό. Το δείπνο παραθέτονταν σε χαμηλά στενόμακρα τραπέζια. Μετά το φαγητό συνεχίζο­νταν το γλέντι.

Λίγο πριν ξημερώσει, ο νουνός έλουζε και ξύριζε το γαμπρό, ενώ όλοι από γύρω τραγουδούσαν:

Γαμπρός στην πέτρα κάθουνταν               Λούζεται τ’ αρχοντόπουλο
την πέτρα εφοβέριζε.                                  σ’ ένα χρυσό λιένι
- Πετρίτσα βγάλι χλιό νιρό                         κι ο νούνος που τουν έλουζι
να λούσουμι τον νιόγαμπρο.                     χρυσά ‘ταν τα χιράκια τα’.
Του χέρ’ απού τουν έλουζι                        Η πάπια φέρνει το νιρό
έχει κουμμάτι μάλαμα.                              κι η χήνα του σαπούνι
κι ένα κουμμάτι ασήμι.                              κι η μάνα του η αγλήγουρη

                                                                       φέρνει χρυσή πιτσέτα.

Για το λούσιμο και το ξύρισμα του γαμπρού ο νουνός προμηθεύονταν πε­τσέτα, σαπούνι μυ­ρωδάτο (μοσχοσά­πουνο), χτένα και ξυράφι με πινέλο. Όλα αυτά τα πρόσφερε δώρο στο γα­μπρό.

Την Κυριακή πρωί προσκαλούνταν στο γάμο όλο το χωριό. Το κάλεσμα γίνονταν από τους μπράτιμους ή άλλους έφηβους συγ­γενείς του γαμπρού και της νύφης, που περιέρχονταν όλα τα σπίτια του χω­ριού μ’ ένα παγούρι με ρακί. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν πρόσφεραν το παγούρι στους άνδρες λέγοντας “σας ακαλνούμι στου ... του γάμου”. Αυτοί έπιναν μια γουλιά ρακί και εύχονταν “να ζήσ’ν, καλά στιφανώματα”. Εύχο­νταν επίσης στον καλεστή, που ήταν συνήθως ανύπαντρο παλικάρι “κι στ’ χαρά τ”.

Το πρωί της Κυριακής στόλιζαν και τη νύφη. Τη δουλειά αυτή την έκα­ναν οι φίλες της που συγχρόνως τραγουδούσαν:

Μωρή μιλίσσα, μέλισσα
μηλιά μ’ καμαρωμένη
αυτού που κουντονστέκισι
ου τόπους λουλουδιάζει
κι τρέχει από το στόμα σου
του μέλι κι τον γάλα.
Του μέλι τρων οι άρχοντες
κι τον κηρί οι αγίοι
κι του μιλισσουβότανο
μυρίζ’ ου (λένε το άνομα τον γαμπρού)132
Τρέχουν, τρέχουν τα νερά
τρέχουν και οι βρύσις,
Τρέχουν κι έρχονται να ιδούν
τη νύφη τ’ν αρχοντοπούλα
να τη ρωτήσουν:
Νυφούλα μας, καμαρωτή
ποιός σ’ ορμήνεψε και καμαρώνεις;
Βρίσκω πιθερά καμαρωμένη

και μ’ ορμήνεψε να καμαρώνω

Το μεσημέρι της Κυριακής στο σπίτι του γαμπρού σχηματίζονταν μεγα­λοπρεπής γαμήλια πομπή, που ξεκινούσε για το σπίτι της νύφης. Ο νουνός με το γαμπρό καβαλίκευαν σε ωραία άλογα, τα σαμάρια των οποίων στολί­ζονταν με κόκκινες φλοκάτες ή πολύχρωμα κιλίμια, και οι χαίτες με βασιλικό και άσπρα μαντήλια. Στη χαίτη του αλόγου του γαμπρού έβαζαν και μιά σκελίδα σκόρδο, για να τον προφυλάξει από το μάτιασμα.

Την ώρα που ίππευε ο γαμπρός, πατώντας σε ξύλινο ταγάρι, τραγουδούσαν:

Άλογό μου σελωμένο και στην πόρτα μου δεμένο

παίρνει ο νιός να καβαλ’κέψει και στη νιά να ταξιδέψει.

Μπροστά πήγαινε ο νουνός κρατώντας το φλάμπουρο και ακολουθούσε ο γαμπρός με τους μπράτιμους, που κρατούσαν τα χαλινάρια του αλόγου του και πίσω του έρχονταν όλοι οι συγγενείς και φίλοι.

Όταν η πομπή έφτανε στη μέση της διαδρομής, ένας νέος από τη συνο­δεία του γαμπρού ξεχώριζε απ’ τους άλλους και έτρεχε πρώτος στο σπίτι της νύφης να φέρει την είδηση πως έρχεται ο γαμπρός. Αυτός λέγονταν “σ’χαριάτης”. Κρατούσε στην πλάτη του ένα δισάκι και μια τσότρα με κρασί. Στο δισάκι μέσα υπήρχε μια κουλούρα και διάφορα δώρα του γαμπρού προς τα πεθερικά του, τα οποία αντάλλασσε με παρόμοια δώρα της νύφης και γύρι­ζε πίσω φέρνοντας και την τσότρα γεμάτη με κρασί της νύφης.

Όταν η πομπή έφτανε στο σπίτι της νύφης, σταματούσε στην αυλή, ενώ ο γαμπρός προχωρούσε όπως ήταν καβάλα στ’ άλογο ως την είσοδο του σπι­τιού. Εκεί πριν αφιππεύσει έριχνε με δύναμη ένα μήλο133 πάνω από τη στέγη του σπιτιού της νύφης. Στο μήλο έμπηγαν ένα μεταλλικό κέρμα. Στο πίσω μέρος του σπιτιού μαζεύονταν πολλά παιδιά, που περίμεναν να πέσει το μήλο, για να το πάρουν. Λίγο πριν φτάσει η πομπή του γαμπρού στην αυλή του σπιτιού της νύφης οι φίλες της έστηναν χορό.

Φορούσαν όλες ομοιόμορφες ποδιές, δώρα της νύφης. Η κορυφαία του χορού κρατούσε στο δεξί της χέρι ένα κόσκινο με σιτάρι και ζαχαρωτά. Στην υποδοχή του γαμπρού που ακολουθούσε, οι κοπέλες έραιναν το γα­μπρό με το σιτάρι και τα ζαχαρωτά και τον τραγουδούσαν:

Μωρ' μας έρχεται ο γαμπρός, λιγνές μωρ' λιγνές
μας φέρνει ασκέρι αμέτρητο, λιγνές μωρ' λιγνές,
μωρ’ λογαριασμό δεν έχει, λιγνές μωρ' λιγνές,
του γαμπρού μας το μαντήλι μας το κέντησαν στην πόλη
μακριά στη Σαλονίκη.

Τα κορίτσια το κεντούσαν κι οι νυφάδες τραγουδούσαν.134

Μετά έδιναν στο γα­μπρό ένα αγοράκι, το ο­ποίο αυτός ασπάζονταν και το δώριζε ένα μήλο και ένα ζευγάρι παπου­τσάκια.

gmikrvHL 4_2Στη συνέχεια γα­μπρός και συμπέθεροι με όλη την άλλη ακολουθία έμπαιναν στο σπίτι όπου τους υποδέχονταν οι γο­νείς και οι άλλοι συγγε­νείς της νύφης, με τους ο­ποίους αντάλλασσαν ευ­χές. Συνηθισμένη ευχή ήταν η εξής: “Χαϊρλίδικα συμπέθερε, να μας ζήσουν να τους χαιρόμαστε”. Ένας από τους μπράτιμους, ο μεγαλύτερος, πήγαινε στο δωμάτιο που ήταν η νύφη με την ακολουθία της, για να της φορέσει τα νυφιάτικα παπούτσια, δώρο του γαμπρού. Πριν της τα φορέσει έλεγε: “Νύφ’ κυρά νύφ’ ήρθε ου γαμπρός κι σ’ έφερι παπούτσια, απ’ την Πόλ’ και απ' τ’ Σαλονίκ'”.

Την ώρα που ο μπράτιμος έσκυβε να φορέσει στη νύφη τα παπούτσια τα γύρω κορίτσια προσπαθούσαν να τον ξεγελάσουν, προτείνοντας τα δικά τους πόδια135. Αν τύχαινε και έκανε λάθος ο μπράτιμος και φορούσε έστω και το ένα παπούτσι σε πόδι κάποιας φίλης της νύφης, τότε όλες γελούσαν και έπρεπε να πληρώσει για να πάρει πίσω το παπούτσι.

Η νύφη δώριζε στο μπράτιμο ένα κεντημένο μαντήλι, ενώ τα κορίτσια τρα­γουδούσαν:

Του μπράτιμου του μαντήλι, όλο νύφις το κεντούσαν
τα κουρίτσια τραγουδούσαν,
Τον μπράτιμου του μαντήλι, που το κέντησαν στην Πόλη.
Ως την Πόλη πήγα, γύρ’σα, τέτοιο μπράτιμο δε βρήκα.
Η παρέα του γαμπρού τραγουδούσε:
Σμιθερά μωρ’ σμιθερά, τι γυρεύουν τα παιδιά
τι γυρεύουν τα παιδιά, κάστανα Καστουριανά
κι μπιμπίλια στα τσινιά, κι κουκόσιες καθαρσμένες

Αχ, κι απούντις οι καημένις.

Στο σπίτι της νύφης συνεχίζονταν το γλέντι με τα όργανα ως την ώρα που θα ετοιμάζονταν το μεσημβρινό τραπέζι, που ήταν πλούσιο σε φαγητά με άφθονο κρασί. Στη διάρκεια του φαγητού εγείρονταν προπόσεις με ευχές για τους νεόνυμφους. Σημειώνουμε πως οι γυναίκες κάθονταν κι έτρωγαν σε χωριστά τραπέζια από τους άνδρες. Αφού τελείωναν το φαγητό έλεγαν τα εξής τραγούδια:

Εδώ σε τούτο το σοφρά, γραμμένα μάτια μ’ κι παρδαλά
σε τούτο το τραπέζι.
Τρεις μαυρομάτες μας κιρνούν, κι οι τρεις καλές κοπέλες
κιρνάει η πρώτη μι γυαλί, η δεύτερη μι κούπα,
η τρίτη η μικρότερη μι μαστραπά ‘σημένιο
κι όσα πουτήρια μας κιρνάει όλα κρασί μουσχάτο.
- Κέρνα μας, κόρη μ’ κέρνα μας, ώσπου να φέξ’ η μέρα
κι όσο να βγει ου αυγερινός κι τ’ άστρο της ημέρας.
Να παν οι άσπρις για νιρό, κι οι όμορφις να πλύνουν
να πλύνουν τα χιράκια τους, τον όμορφο λαιμό τους.
Εδώ σι τούτα τα τραπέζια, γραμμένα μου, μάτια κι παρδαλά.
Όλο ίτσια κι λουλούδια κι τραντάφυλλα στρουμένα.
Φύσηξι βουριάς κι αέρας, τίναξι την άνθη όλη
και γέμισαν τα τραπέζια, όλο ίτσια και λουλούδια.
Γαμπρέ μ’ σαν θέλεις νάρχεσαι στης πεθεράς το σπίτι
έλα τριόρο-τριόρο να βρεις μηλιάς κλωνάρι / να δέσεις τ’ άλογό σου
κι ο μαύρος εχλιμίντρησε κι η κόρη αντιλοήθκι

Δώστε στον μαύρο την ταή, στο νιό δώστε την κόρη.136

Προτού αρχίσουν το φαγητό κάποιος συγγενής της νύφης έφερνε ένα πιάτο με μέλι και έδινε απ’ αυτό τρεις κουταλιές στο γαμπρό.

Μετά το φαγητό ετοιμάζονταν για την εκκλησία, όπου γίνονταν η στέψη. Στο μεταξύ οι μπράτιμοι του γαμπρού έβγαζαν έξω τα προικιά της νύφης και τα φόρτωναν σε άλογα για να τα μεταφέρουν στο σπίτι του γαμπρού. Η προίκα, όπως είπαμε παραπάνω, αποτελούνταν από διάφορα είδη ρουχι­σμού, τα οποία τοποθετούνταν σε ένα ή δύο μπαούλα. Κατά τη μεταφορά πάνω σε κάθε μπαούλο τοποθετούσαν πολύχρωμα φανταχτερά κιλίμια ή κεντημένα μαξιλάρια. Στη μέση απ’ το σαμάρι του άλογου έβαζαν ένα αγοράκι, που είχε στη ζωή και τους δύο γονείς του.

Συγκινητικές ήταν οι στιγμές, που η νύφη αποχωρίζονταν τους γονείς της και την οικογενειακή τους εστία. Αποχαιρετούσε όλους τους οικείους της αρχίζοντας από τον πατέρα. Όλοι τους τότε έχυναν άφθονα δάκρυα, ενώ ο γυναικόκοσμος ασταμάτητα τραγουδούσε τα παρακάτω μελαγχολικά τρα­γούδια:

Μήλο μου κόκκινο, μην τοσ' μαραίνεσαι
το πως παντρεύεσαι, το πως χωρίζεσαι
απ' τη μανούλα σου, κι απ' τον πατέρα σου
από τ’ αδέρφια σον και τα ξαδέρφια σου.
Παίρνω ένα στρατί, στρατί κι μονοπάτι
βρίσκω ένα δεντρί ψηλό, ψηλό και κυπαρίσσι
Στέκω το ρωτώ, στέκω κι του ξιτάζου:
- Δε μου λες δεντρί, ψηλό μου κυπαρίσσι
που να βραδιαστώ κι πού να μείνω απόψε;
- Να ο κλώνος μου να δέσεις τ’ άλογό σου
να κι η ρίζα μου, να πέσεις να πλαγιάσεις.
Όλοι μ’ έδιωχναν
κι όλοι μι λένε φεύγα
ως κι η μάνα μου κι αυτή
κι αυτή μι λέει φεύγα.
Φεύγω κλαίοντας κι παραπονιμένα
το πως να πω έχετε γεια
πως να σας χαιρετήσω;
Σ’ αφήνω γεια μανούλα μου, σ’ αφήνω γεια πατέρα,

αφήνω γεια στ’ αδέρφια μου κι όλους τους συγγενείς μου.

Προτού η νύφη αφήσει το πατρικό της σπίτι στρέφονταν στην ανατολή και έκανε τρεις φορές το σταυρό της. Ύστερα η μάνα της έδινε ένα φλιτζά­νι κρασί, απ’ το οποίο έπινε σε τρεις γουλιές. Τελειώνοντας, πετούσε το φλι­τζάνι πίσω της. Κάποια από τις γυναίκες που βρίσκονταν εκεί το έπιανε για να μην πέσει κάτω και σπάσει. Το σπάσιμο δεν ήταν καλό σημάδι. Τέλος περνώντας κάτω από αψίδα που έκαναν με τα χέρια τους οι γονείς της έβγαι­νε από το δωμάτιό της πατώντας σε σιδερένιο υνί. Τώρα οι γυναίκες τραγου­δούσαν:

Έβγα, μάνα μ’ κατέβα κάτου
κάτσι σε θρονί και τήρα τουν ήλιο.
Αν είνι γλήγουρα, πέσ’ μου να κάτσου
 κι αν βασίλιψι, πες μου να φύγου
τ’ είμι μακρινή κι θέλω να πάω
στα βουνά πέφτουν χιόνια
 κι στους κάμπους καματώνου

κι τα κλαδιά μι παίρνουν τη σκιόπη.

Ύστερα από λίγο όλοι βρίσκονταν κάτω στην αυλή. Ένα ακόμα άλογο όμορφα στολισμένο περίμενε τη νύφη. Ο νουνός και ο γαμπρός καβαλίκευαν τα δικά τους άλογα και περίμεναν. Η νύφη με τη συνοδεία της κατευθύνονταν στο άλογό της που ήταν άσπρο και συμβόλιζε την αγνότητά της. Το κλαμένο πρόσωπό της καλύπτονταν από λεπτό πέπλο (σκιόπη)137 με χρυ­σά τέλια. Τα κορίτσια τραγουδούσαν:

Φχήσου, μανούλα μ’, φχήσου, τώρα στο κίνημά μου.
- Ώρα καλή, παιδάκι μου, με γεια σου, με χαρά σου

και στο παλάτι που θα πας, χρυσά να βρεις στρωμένα.

Δίπλα στο άλογο τοποθετούνταν ένα ξύλινο ταγάρι (μέτρο χωρητικότη­τας των σιτηρών). Πατούσε σ’ αυτό και με τη βοήθεια της ακολουθίας της ανέβαινε στο άλογο. Τη στιγμή αυτή τραγουδούσαν:

Μέσα σε τούτη την αυλή,
 πέρδικα στέκει κι λαλεί
με τη σειρά της φώναξι:
- Όλοι τριγύρω μ’ ελάτι
κι όλοι ντουφέκια ρίξτι
να μή μ’ αδράξ’ ου σταυραϊτός.
- Όλοι τριγύρω ρίχνουμι

κι όλοι τραγούδια λέμε.

Την ίδια στιγμή από την άλλη μεριά οι συγγενείς του γαμπρού τραγουδού­σαν:

Αϊτός την κόρη άδραξι απ’ της μάνας της τα χέρια!
Κλαίει μαδιέτι η μάνα της, κι αυτή παραπουνιέτι.
Μην κλαις, Τρυγόνα μου, μην κλαις κι μη παραπονιέσαι.
Στο σπίτι τώρα που θα πας θα βρεις καινούργια μάνα

θα σ’ αγαπά, θα σι τιμά, θα σ’ έχει θυγατέρα.

Στο τραγούδι αυτό απαντούσε το σόι της νύφης με το παρακάτω:

Στα πράσινα λιβάδια κι στα κίτρινα
μας πήραν τη Γιαννούλα, μας την έκλεψαν.
-Δε φώναζις, Γιαννούλα μ’, να σι βγάλουμι
Το πως σα σας φουνάξου, πως ν’ αξιολογηθώ.

Τα χέρια σταυρωμένα, μαντήλι στο λαιμό.

και συνέχιζαν:

Πανάθεμά σας μαχαλιώτες
που μας πήρατε τ’ν πέρδικα
τ’ν πέρδικα απ’ τα πλάγια
πού'χει τα φτερά γραμμένα

κι τα νύχια τ’ς κουντυλιασμένα.

Ύστερα ξεκινούσαν για την εκκλησία τραγουδώντας:

Βασιλικός με μύρισε, κοιτάτι ποιός διαβαίνει.
Η νύφη μας εδιάβαινε, στην ικκλισιά πααίνει.
Κι ον Γιάννης την ερώτησι κι ου Γιάννης τη ρωτάει:
Κόρη μ’ σαν πας στην νικκλησιά, προσκύνα κι για μένα

να σχωριθούν τα κρίματα, πούχουμι καμωμένα.

gmikrvHL 5Όταν έφθαναν στην εκκλησία γύριζαν τρεις φορές το ναό και ύστερα σταματούσαν στην κύρια είσοδό του. Εκεί έδιναν στη νύφη ένα αγοράκι, το οποίο ασπάζονταν στα δύο μάγουλα και το δώριζε ένα ζευγάρι κάλτσες με ένα κυδώνι ή μήλο. Μετά πλησίαζε ο πεθερός και βοηθούσε τη νύφη να κατέβει απ’ το άλογο. Η νύφη του δώριζε τότε ένα πουκάμισο ή ένα ζευγάρι μάλ­λινες κάλτσες (σκούνια). Τα έριχνε στον ώμο του. Ύστερα έμπαιναν στο ναό για την τέλεση του μυστηρίου. Στο ναό έμπαιναν μόνο οι στενοί συγγενείς. Όλοι οι άλλοι έμεναν στον περίβολο της εκκλησίας και χόρευαν με τα όργα­να, μέχρις ότου τελειώσει η ιεροτελεστία.

Προτού αρχίσει το μυστήριο του γάμου, ο νουνός κάρφωνε με παραμά­νες στις πλάτες των νεόνυμφων ένα κομμάτι ύφασμα. Το ύφασμα αυτό λέγο­νταν ζυγός και προορίζονταν για φόρεμα (δώρο του νουνού στη νύφη). Στη διάρκεια του μυστηρίου οι βέρες, από το αριστερό χέρι που ήταν μέχρι τότε περασμένες, περνούσαν στο δεξί χέρι. Στο χορό του Ησαΐα η νουνά έραι­νε τους νεόνυμφους με κριθάρι που είχε μέσα ζαχαρωτά (κουφέτα). Τα τελευταία χρόνια αντί για κριθάρι, ρίχνουν ρύ­ζι για να ριζώσουν οι νε­όνυμφοι και λουλούδια για νάναι η ζωή τους αν­θόσπαρτη.

gmikrvHL 6Μετά την στέψη ε­ξέρχονταν πιασμένοι χέρι χέρι οι νεόνυμ­φοι από την εκ­κλησία. Έτσι ενω­μένοι από δω και ε­μπρός, στις καλές και στις άσχημες μέ­ρες, θα περάσουν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους, θα θεμε­λιώσουν οικογένεια, θα κάνουν παιδιά για να συνεχίσουν τη ζωή. Ο χορός στον περίβολο της εκκλησίας σταματούσε και ξανασχηματίζονταν η γαμήλια πομπή. Όλοι πλέον πεζή κατευθύνονταν για το σπίτι του γαμπρού. Στο δρόμο η νουνά συνέχιζε να ρίχνει στα κεφάλια των νεόνυμφων κριθάρι με ζαχαρωτά, που είχε μέσα σ’ ένα κόσκινο. Όταν η νύφη κατάγονταν από άλλο χωριό τα στέφανα γίνο­νταν στο χωριό της νύφης. Στην περίπτωση αυτή η γαμήλια πομπή αποκτού­σε ιδιαίτερη γραφικότητα. Όλοι οι συγγενείς που πήγαιναν με το γαμπρό να πάρουν τη νύφη ήταν έφιπποι σε στολισμένα άλογα. Επέστρεφαν δε, έχο­ντας στη μέση της πομπής τη νύφη που ίππευε συνήθως σε άσπρο άλογο με την ακολουθία της και ακολουθούσαν τα προικιά της φορτωμένα επίσης σε άλογα.

Επιστρέφοντας από την εκκλησία για το σπίτι του γαμπρού τραγουδούσαν:

Κίνησα το δρόμο-δρόμο, το στενό το μονοπάτι
βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο, πούταν φορτωμένη μήλα
ξάμωσα να πάρω ένα κι η μηλιά μ’ αντιλοήθ’κι:
- Μην το παίρνεις, μην τ’ αφήνεις, μην το μοσχομαραγκιάζεις.

Τόχει ο αγάς μου μετρημένο, κι η κυρά μου λογαριασμένο.

Όταν έφταναν στο σπίτι του γαμπρού σταματούσαν στην είσοδο, όπου τρα­γουδούσαν:

Έβγα, έβγα πιθιρίτσα,
φέρνει ο γιος μια περδικίτσα
απ’ το χέρι τσακωμένη
τα μαλλιά γραπατσωμένη

απ’ τη μέση αγκαλιασμένη.

gmikrvHL 7Τότε έβγαινε και τους υποδέχονταν η πεθερά. Μπροστά της η νύφη έκανε τρεις υποκλίσεις. Ακολουθούσαν τότε οι εξής τελετουργικές πράξεις: Η πεθερά έβαζε στον αριστερό ώμο της νύφης μια τουλούπα άσπρο μαλλί και της εύ­χονταν να ζήσει πολλά χρόνια και ν’ ασπρίσει, σαν το μαλλί της τουλούπας. Το ίδιο έκανε και στο γιό της. Μετά πρόσφερε στη νύφη ένα πιάτο μέλι, για νάναι γλυκιά σαν το μέλι η έγγαμη ζωή της. Η νύφη έπαιρνε από το πιάτο, με το δείκτη του αριστερού χεριού της λίγο μέλι και το έβαζε στο στόμα της. Ξανάπαιρνε και έκανε ένα σταυρό στο πάνω μέρος (ανώφλι) της πόρτας. Μετά η πεθερά έδινε στη νύφη δύο λειτουργιές (πρόσφορα) και τη φιλούσε στο στόμα. Τη στιγμή που τη φιλούσε, της έβαζε ένα φλουρί ή άλλο χρυσό νόμισμα στο στόμα. Ύστερα από αυτά, η νύφη έμπαινε μέσα στο σπίτι του γαμπρού πατώ­ντας με το δεξί της πόδι πάνω σ’ ένα υνί. Λίγο παραπέρα απ’ το υνί, άφηναν ένα ρόδι. Αυτό η νύφη το πατούσε με δύναμη, για να σκορπίσουν οι σπόροι στο πάτωμα. Όταν η νύφη έμπαινε στο σπίτι του γαμπρού, ο γυναικόκοσμος τρα­γουδούσε:

Έμπα, έμπα περδικίτσα
μέσ’ τον σταυραϊτού το σπίτι
να θερίσεις, ν’ αλωνίσεις
και ν’ αμαξοκουβαλήσεις
να γεννήσεις, να κλωσήσεις
δώδεκα πουλιά να κάμεις
κι όλα αρσενικά να γίνουν.
Τόνα να γίνει δάσκαλος
το άλλο γραμματέας τα
ο τρίτο το μικρότερο

παπάς να λειτουργάει.

Ύστερα από λίγο ακολουθούσε ο “τρανός χορός” στο μεσοχώρι (πλατεία) ή σε κάποιο άλλο ανοιχτό χώρο, που υπήρχε κοντά στο σπίτι του γαμπρού. Λέγεται τρανός χορός γιατί πιάνονταν σ’ αυτόν όλοι οι συγγενείς του γα­μπρού και της νύφης. Ο “τρανός χορός” θεωρούνταν ο επισημότερος χορός του γάμου. Μπροστά έμπαινε ο νουνός με το φλάμπουρο και ακολουθούσαν οι νεόνυμφοι με τους συγγενείς τους. Ο “τρανός χορός” είχε ρυθμό βραδύ και ιερούς συμβολισμούς. Τότε τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:

Μια Χατζήνα απού την Πόλη, πρώτη αρχόντισσα
βάζει δούλες δούλις δώδικα,
βάνει κι τις κράζει κι τις έλιγι
νταβανιάζει τους νουντάδις, τα σαράια της.
Στο Σερβιώτικο τον κάμπο περπατά μια περιστέρα
μεταξιά με τα γαλάζια με τον φιριτζέ στουν ώμου,
κι άγουρος την τριγυρίζει, μάσι κόρη μ’ τα μαλλιά σου

μάσι, κόρη μ’ τα σαγιά σου, να μη λασπουθεί η πουδιά σου.

Η διασκέδαση συνεχίζονταν και κορυφώνονταν την Κυριακή το βράδυ στο σπίτι του γαμπρού, όπου προσέρχονταν και οι συγγενείς της νύφης, που λέ­γονταν “μπουγτζιάδες”. Αυτοί, προσερχόμενοι στο σπίτι του γαμπρού, έφερναν μαζί τους το φαγητό της βραδιάς και το κρασί. Ωστόσο, το τραπέζι (δείπνο) το παράθετε ο γαμπρός και ήταν κοινό για όλους. Τα τρόφιμα που έφερναν μαζί τους οι μπουγτζιάδες (μπουγάτσες, ψητό κλπ.) τα έλεγαν “κανίσκια”.

Οι μπουγτζιάδες τη βραδιά αυτή ήταν όλο απαιτήσεις. Από το γαμπρό και τη νύφη απαιτούσαν να τους φέγγει στη διάρκεια του χορού και ζητούσαν από τους μπράτιμους του γαμπρού να τους φέρουν διάφορα φαγώσιμα, τα οποία όμως δεν κατονόμαζαν με το όνομά τους, αλλά αλληγορικά ή αινιγματικά.

Στην αρχή του δείπνου έσπαζαν στο κεφάλι του γαμπρού μια μεγάλη κουλούρα που την έλεγαν “ντράφτσα”, την οποία και μοιράζονταν όλοι. Την ώρα εκείνη έλεγαν διάφορες αυτοσχέδιες ευχές για το νέο ζευγάρι ό­πως “Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, ν’ ασπρίσουν να γεράσουν σαν τον Όλυ­μπο και τον Κίσαβο. Όσα φύλλα έχουν τα δέντρα και όσα πουρνάρια έχει το Ζιντάν, τόσα καλά να τους δώσει ο Θεός”.

Στο γλέντι που ακολουθούσε χόρευαν πρώτα οι συγγενείς της νύφης και ακολουθούσαν του γαμπρού ως τις πρωινές ώρες. Σ’ όλη τη διάρκεια του χορού ο γαμπρός τους έφεγγε κρατώντας τη λάμπα στο χέρι. Κατά τα χαρά­ματα αποσύρονταν πρώτος ο νουνός κι ακολουθούσαν οι άλλοι. Φεύγοντας κερνούσαν τη νύφη, η οποία και τους δώριζε είδη ρουχισμού, που τα τοπο­θετούσε στον αριστερό ώμο. Συνηθισμένα δώρα ήταν οι μάλλινες κάλτσες, τις οποίες έπλεξε μόνη της η νύφη. Από τα μικρά της ακόμα χρόνια άρχιζε το πλέξιμο των προικιών της.

Την ώρα που έφευγε ο νουνός, τραγουδούσαν:

Κάτσε νούνε ακόμα απόψε, τ’ έχω πέντε αρνιά ψημένα

κι άλλα πέντε σουβλισμένα, να τα φάμε και να πιούμε.

Τα μήλα απ’ το φλάμπουρο τα παράδινε φεύγοντας ο νουνός στους νεό­νυμφους να τα φάνε την πρώτη νύχτα του γάμου.

Τη Δευτέρα το πρωί, με την ανατολή του ηλίου οι γυναίκες συγγενείς του γαμπρού τραγουδώντας πήγαιναν τη νύφη στη βρύση του χωριού να πάρει νε­ρό. Φορούσε ακόμα τη νυφική της στολή με το πέπλο και τα τέλια στο κεφάλι. Στα χέρια της κρατούσε μια καινούργια στάμνα ή γκιούμι και ένα φτσέλι στην πλάτη. Πριν πάρει το νερό προσκυνούσε στη βρύση τρεις φορές και έριχνε ένα νόμισμα στη λεκάνη. Στη συνέχεια φιλούσε με τη σειρά τα χέρια όλων των γυναικών που εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στη βρύση, γέμιζε με νερό το φτσέλι ή τη στάμνα της και με τη συνοδεία της επέστρεφε στο σπίτι.

Το ζευγάρι πλάγιαζε στο νυφικό κρεβάτι (παστάδα) το βράδυ της Δευτέρας (πρώτη νύχτα του γάμου). Το κρεβάτι το έστρωναν και το στόλιζαν, με πολλή καλαισθησία, οι φιλενάδες της νύφης. Προτού ξαπλώσουν σ’ αυτό οι νεόνυμφοι, έβαζαν ένα μικρό αγοράκι να ξαπλώσει, για ν’ αποχτήσει η νύφη αρσενικό παιδί.

Η διαπίστωση της αγνότητας γίνονταν την επομένη το πρωί με την επί­δειξη του ματωμένου από τον παρθενικό υμένα εσώρουχου ή του σεντονιού. Την επίδειξη του πειστηρίου έκανε η πεθερά της νύφης.

Την επόμενη Κυριακή, οχτώ μέρες μετά το γάμο γίνονταν τα “Π’στρόφια” (επιστρόφια). Η νύφη γύριζε με τον άνδρα της στο πατρικό της σπίτι στους γονείς της που την περίμεναν με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση, υστέρα από τον αποχωρισμό των οχτώ ημερών που μεσολάβησαν. Στο σπίτι του πατέρα της νύφης έμεναν όλο το μεσημέρι, όπου έτρωγαν, έπιναν και διασκέδαζαν.

Το ζευγάρι των νεονύμφων το φίλευαν επίσης ο νουνός (κουμπάρος), οι μπράτιμοι, όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι. Κάθε Σαββατόβραδο είχε και κάποια “φιλιά”. Στο τραπέζι παράθεταν τα καλύτερα φαγητά. Απαραίτητο ήταν το ψητό κοτόπουλο η πίτα και το σαραγλί γλυκό. Μετά το φαγητό ακολουθούσε διασκέδαση ως τα μεσάνυχτα. Όταν αργά το βράδυ αναχω­ρούσαν, η οικοδέσποινα έδινε στη νύφη σαν δώρο μια κότα.

gmikrvHL 8

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

128Τα έθιμα του γάμου που περιγράφονται εδώ με μικρές μόνο παραλλαγές ισχύουν και σε άλλα χωριά της περιοχής Καμβουνίων.

129Τα τελευταία χρόνια επικράτησε και στο Μικρόβαλτο το λευκό μακρύ φόρεμα με τα τούλια, τους ταφτάδες και τα πέπλα, ως και τα άσπρα γάντια στα χέρια της νύφης. Επίσης μοιράζονται και μπουμπουνιέρες.

130 Μπράτιμοι είναι στενοί φίλοι του γαμπρού, που ορίζονται απ’ αυτόν να τον υπηρετούν και να τον συνοδεύουν στο γάμο. Είναι λέξη σλαβική και σημαίνει τον αδελφοποιητό. Παλαιότερα οι μπράτιμοι γινόταν με θρησκευτική ιεροτελεστία. Όσοι ήθελαν να αδελφοποιηθούν πήγαιναν στην εκκλησία, όπου ο παπάς απάγγελνε ορισμένες ευχές. Στο τέλος της ιεροτελεστίας οι αδελφοποιηθέντες (μπράτιμοι) ασπάζονταν το Σταυρό και το Ευαγγέλιο και αντάλλασσαν μεταξύ τους ασπασμό. Οι αδελφοποιητοί είχαν υποχρέωση να βοηθιούνται μεταξύ τους σε κάθε περίσταση της ζωής τους και στην ανάγκη να θυσιάζουν τη ζωή τους ο ένας για χάρη του άλλου. Οι αδελφοποιητοί λέγονταν και σταυραδέρφια ή βλάμηδες (λέξη αλβανική) ή καρντάσηδες (λέξη τουρκική). Τους γονείς του αδελφοποιητού αποκαλούσαν σταυροπατέρα και σταυρομάνα. Ο δεσμός της αδελφοποιίας ήταν πολύ διαδομένος στα χρόνια της Τουρκο­κρατίας μεταξύ των κλεφταρματολών.

131Η ονομασία του Φλάμπουρου είναι παραφθορά της βυζαντινής λέξης Φλάμμουλο. Φλάμμουλα οι βυζαντινοί ονόμαζαν τα λάβαρα που κρατούσαν στις επίσημες πομπές και προηγούνταν από τους αυτοκράτορες.

132 Υπαγόρευση Αλεξοπούλου Μαρία του Αθ.

133Το μήλο ανέκαθεν θεωρούνταν το σύμβολο του έρωτα, γι’ αυτό και κατέχει σπουδαία θέση στα έθιμα του γάμου σ’ όλους τους λαούς. Είναι πολύ γνωστός από την Ελληνι­κή μυθολογία ο μύθος του χρυσού μήλου της θεάς Έριδας στους γάμους του βασιλιά των Μυρμιδόνων Πηλέα με τη Θέτιδα, την κόρη του Ποσειδώνα και η κρίση του βασιλόπουλου της Τροίας Πάρη, όπως επίσης και το περιστατικό της προσφοράς του χρυσού μήλου από το Βυζαντινό αυτοκράτορα Θεόφιλο στη Θεοδώρα, την οποία διάλεξε ως σύζυγο αντί της πιο όμορφης, έξυπνης και μορφωμένης Κασσιανής.

134Υπαγόρευση Χρυσούλας Γιαννοπούλου και Αλεξάνδρας Νατσιοπούλου.

135Το δωμάτιο όπου περίμενε η νύφη ήταν συνήθως σκοτεινό.

136 Υπαγόρευση Αλεξοπούλου Μαρία του Αθαν.

137 Η σκιόπη είχε συνήθως πράσινο χρώμα.

Από το βιβλίο του δασκάλου Ηλία Κ. Λαμπρέτσα ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟ