nikif27.12 4135 1Εἴχάμι στοὺ χουργιὸ δασκάλα ‘νΚικὴ τ’Χασάπ’ ἀπ’ ‘νΚοζάν᾿. Μᾶς ἔβανι νὰ τ’φκιάνουμι ἀποὺ καμνιὰ δλιὰ κι μᾶς κιρνοῦσι. Μᾶς ἔστειλνι μὶ τὰ λαΐνια κι τὰ φτσέλιατς σνἈργασταριὰ νὰ τ’φέρουμι νιρὸ ταζέθκου.

Ἔστειλνι ἰμένα, τ’Λίνα, τ’Θυμία τ’Σταντουνάθκ’, τ’ΤζιουτζιουΧρυσούλου, τ’Θυμία τ’Μακρυϊάνν’ κι ‘νΚουσταντούλου κι ἄλλα κουρίτσια ἀπ’ ἤμασταν συντρόφσις σνἴδγια ‘νἡλικία. Πάηνάμι κι ‘νἴφιρνάνι νιρό. ‘Νἔφκιανάμι κι ἄλλις δλιές. Καμνιὰ φουρὰ ἔστειλνι κι τὰ πιδγιά. Ἀλλὰ αὐτοὶ ἦταν κι λίγου τζιριμέδις. Γκουντρουγκλοῦσαν τὰ φτσέλιατς κι τὰ λαΐνια λιγότιρου γιατὶ θὰ τσιτσιαλίζουνταν. Ἀποὺ καμνιὰ φουρὰ κατουροῦσαν κι μέσα στὰ σέα, οἱ ἀνέφταγ᾿ οἱ μπριώνδεις, κι ἔτσ’ δὲν τςἔστειλνι.

Ἰμᾶς τὰ κουρίτσια, ἅμα πάηνάμι κι ἔρχουμάσταν ἀπ’ ‘νἈργασταριὰ μᾶς κιρνοῦσι ἀποὺ λίγου κυδουνόπαστου, π’νἔστειλνι ἡ μάννατς ἀπ’ ‘νΚουζάν’.

Τώρα τὶ ἦταν τοὺ κυδουνόπαστου. Γράφ’ στοὺ Λιξικότ’ ἡ Δημητράκους: «Κυδωνόπαστο, τὸ, πλακοῦς (ζελέ) διὰ βρασμοῦ ἐκ πολτοῦ κυδωνίων καὶ σακχάρεως ἀποτελούμενος».

Αὐτόϊας ἦταν τοὺ κυδουνόπαστου, κι ἄγλυφάμι ἀ κι τὰ δάχτυλά μας ἀκόμα ἅμα μᾶς κιρνοῦσι. Σμπρώχνουμάσταν ἰμεῖς τὰ δασκαλούλια ποιὰ κι ποιὰ νὰ προυτουπααίνουμι σνἈργασταριὰ νὰ φέρουμι νιρὸ στ’δασκάλα μας γιὰ νὰ μᾶς κιρνοῦσι τοὺ κυδουνόπαστου! Σάματ’ στοὺ σπίτ’ μας εἴχαμι ξαναφάει τέτχοιου γλυκό;

Αὐτάϊαςἀπ’λέτιγένουντανἰτότιστοὺχουργιόμας

17.12.2019 ἁηΔιονυσίου, ποὺ σχώρισι τοὺν φουνιὰ τ’Ἀδιρφοῦτ’ παπαδγιὰἈφρουδίτ’

κιἡ γιόςτςἡἀρ.νι.μα.

nikiforos 2